προσγραφή

προσγραφή
ἡ, ΜΑ [προσγράφω]
η αναγραφή τού ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί τής υπογεγραμμένης, όπως λ.χ. πατρώϊος αντί πατρῷος
αρχ.
προσθήκη σε επιγραφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσγραφή — enrolment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγραφῇ — προσγράφω write besides aor subj pass 3rd sg προσγραφή enrolment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγραφῆς — προσγραφή enrolment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγραφήν — προσγραφή enrolment fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγραφεύς — έως, ὁ, Α αυτός που γράφει κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσγραφή + επίθημα εύς (πρβλ. καταγραφή: καταγραφεύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”